Κούσκο

Κούσκο
(Cusco ή Cuzco). Πόλη (333.400 κάτ. το 2003) του νότιου Περού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (72.105 τ. χλμ., 1.208.689 κάτ.). Βρίσκεται στην περιοχή των Άνδεων, σε υψόμετρο 3.399 μ., σε ένα οροπέδιο που διασχίζεται από τον ποταμό Oυατανάι. Αποτελεί μεγάλο εμπορικό κέντρο γεωργικών (πατάτες, κριθάρι, καλαμπόκι, κακάο, κόκα) και κτηνοτροφικών προϊόντων και συνδέεται με το λιμάνι του Μολέντο. Υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες στην περιοχή (βαμβακουργία, βυρσοδεψεία, βιομηχανία τροφίμων), όμως το Κ. είναι κυρίως πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, με πανεπιστήμιο που χρονολογείται από το 1672 και διαθέτει ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά συγκροτήματα της Λατινικής Αμερικής. Επίσης διαθέτει αεροδρόμιο και συνδέεται σιδηροδρομικώς με την Αρεκίπα και τη Μολιέντο. Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε τον 11ο αι. από τον πρώτο Ίνκα, Μάνκο Καπάκ, και η ονομασία της (που σημαίνει αφαλός) οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούσε αφετηρία των τεσσάρων κύριων δρόμων της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Ο Ίνκα Πατσακούτι (1438-71) θεωρείται ο μεγάλος μεταρρυθμιστής του Κ., ο οποίος το κατέστησε κοσμοπολίτικο κέντρο, πολιτική, πνευματική και θρησκευτική πρωτεύουσα του βασιλείου των Ίνκας. Στις 15 Νοεμβρίου 1533 οι άντρες του Φρανσίσκο Πισάρο εισέβαλαν στην πόλη, όπου ο Ισπανός κατακτητής έχτισε το ανάκτορό του. Το Κ. διατήρησε μέρος του μεγαλείου του και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, ωστόσο αργότερα παράκμασε προς όφελος της νέας πρωτεύουσας, Λίμα. Η πιο μεγαλοπρεπής συνοικία ήταν η κεντρική, στην πλατεία της οποίας τελούνταν οι σημαντικότερες γιορτές. Υπήρχε ναός του Ήλιου, κρεμαστοί κήποι, αστεροσκοπεία, το Cori Cancho, στοά μήκους 85 μ., οι τοίχοι της οποίας ήταν στολισμένοι με διακοσμήσεις από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμους λίθους: εκεί, επάνω σε χρυσούς θρόνους, ήταν τοποθετημένες οι μούμιες των Ίνκας. Η αρχιτεκτονική του Κ. ανήκει στον πρωτόγονο ρυθμό, έχει επιβλητικό και αυστηρό ύφος, τόσο στα οικοδομήματα όσο και στα υλικά. Αποτελείται από μεγάλους όγκους γρανίτη, τετραγωνισμένους και ενωμένους με επιδεξιότητα, οι οποίοι λειαίνονταν έπειτα από τρίψιμο με άμμο. Στο Κ. ζούσαν περίπου 40.000 κάτ. σε κατοικίες με στενές πόρτες, χωρίς παράθυρα. Όλα τα σημαντικά κτίρια καταστράφηκαν από τους Ισπανούς στο επάνω μέρος τους και χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις για εκκλησίες, ανάκτορα και κατοικίες. Στα Β της πόλης υψώνεται επιβλητικό φρούριο, το οποίο στο παρελθόν προστατευόταν από τριπλό κυκλώπειο τείχος. Τα ερείπια του επιβλητικού φρουρίου του Σαξαχουαμάν στο Κούσκο του Περού, που είχε πύργους και εξέδρες και προστατευόταν από τριπλό κυκλώπειο τείχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… …   Dictionary of Greek

  • Πιθάρο, Φρανθίσκο — (Pizarro, Τρουχίλιο, Εστρεμαδούρα 1475 περίπου – Λίμα 1541). Iσπανός κατακτητής του Περού Γιος αξιωματικού στην υπηρεσία του Φερνάντεθ ντε Κόρδοβα, πέρασε σκληρά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κάνοντας τις πιο ταπεινές εργασίες. Τίποτα άλλο δεν… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα — I (Garcilaso de laVega, Τολέδο 1503; – Νίκαια, Γαλλία 1536). Ισπανός ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και μπήκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αυστρία και στην Τυνησία. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”